Metabolit — Der Metabolit (gr. μεταβολίτης metabolítes „der Umgewandelte“, Plural: Metaboliten) ist ein Zwischenprodukt (Intermediat) in einem, meist biochemischen, Stoffwechselvorgang. Stoffwechselwege bestehen aus Serien enzymatischer Umsetzungen, die… … Deutsch Wikipedia
Metabolite — Der Metabolit (gr. μεταβολίτης metabolítes „der Umgewandelte“, Plural: Metaboliten) ist ein Zwischenprodukt (Intermediat) in einem, meist biochemischen, Stoffwechselvorgang. Stoffwechselwege bestehen aus Serien enzymatischer Umsetzungen, die… … Deutsch Wikipedia
Metaboliten — Der Metabolit (gr. μεταβολίτης metabolítes „der Umgewandelte“, Plural: Metaboliten) ist ein Zwischenprodukt (Intermediat) in einem, meist biochemischen, Stoffwechselvorgang. Stoffwechselwege bestehen aus Serien enzymatischer Umsetzungen, die… … Deutsch Wikipedia
Метаболиты — (от греч. μεταβολίτης, metabolítes) продукты метаболизма каких либо соединений. Метаболиты бывают первичными, вторичными, промежуточными (подвергающимися дальнейшим биотрансформациям) и конечными, не подвергающимися дальнейшей… … Википедия
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
κρεατινίνη — η (βιοχ.) παράγωγο τού ιμιδαζολίου, μεταβολίτης τής κρεατίνης, το οποίο απαντά στο αίμα και στα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. creatinine < γαλλ. crćatine (< creat < κρέας + κατάλ. ine) + κατάλ. ine] … Dictionary of Greek
πρεγνανδιόλη — η, Ν (βιοχ.) μεταβολίτης τής προγεστερόνης, τής οποίας αποτελεί το κύριο προϊόν απέκκρισης από τα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pregnanediol < pregnane (< pregnant «έγκυος» + ane) + diol] … Dictionary of Greek
σεροτονίνη — η, Ν (βιοχ.) ιστικός μεταβολίτης τής τρυπτοφάνης, νευροδιαβιβαστής που παίζει ρόλο στην αρτηριακή υπέρταση και στα αναφυλακτικά συμβάματα, με ισχυρή αγγειοσυσταλτική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serotonine < sero (< λατ. serum «ορός») + tonic … Dictionary of Greek
χλωρογονικός — ή, ό, Ν φρ. «χλωρογονικό οξύ» (βιοχ.) αντιμυκητιακός μεταβολίτης που απαντά σε ορισμένα ανώτερα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + γεννώ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorogenic (acid)] … Dictionary of Greek
ινοσιτόλη — Κυκλική εξατομική αλκοόλη, που γενικά κατατάσσεται στους υδρογονάνθρακες. Αν και αρχικά είχε χαρακτηριστεί ως βιταμίνη, σήμερα γνωρίζουμε ότι πρόκειται για έναν πρόδρομο φωσφολιπιδίων, που λειτουργεί στο κύτταρο ως δεύτερος μηνύτορας στα… … Dictionary of Greek